- φυλάκισσαν
- φυλάκισσαphylacistes: fem acc sgφυλακίζωthrow into prison: aor ind act 3rd pl (epic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
φυλακίσσαν — φυλακίζω throw into prison aor part act neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλάκισσαν — φυλάκισσα phylacistes fem acc sg φυλακίζω throw into prison aor ind act 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek